- κορινθιαστής
- κορινθιαστής, ὁ (Α) [κορινθιάζομαι]1. αυτός που κυνηγά εταίρες, πορνοβοσκός, μαστροπός2. ως κύριο όν. Κορινθιαστήςτίτλοι κωμωδιών («Φιλέταιρος Κορινθιαστῇ»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Κορινθιαστής — whoremonger masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κορινθιαστῇ — Κορινθιαστής whoremonger masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Homosexualité dans les sources chrétiennes latines — Sodoma (Giovanni Antonio Bazzi), Saint Sébastien, 1525, Florence, palazzo Pitti[1]. Les multiples positions des Églises chrétiennes actuelles sur la question homosexuelle[2] … Wikipédia en Français
φιλέταιρος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ηγεμόνας της Περγάμου (3ος αι. π.Χ.). Ίδρυσε το βασίλειο της Περγάμου, που στα χρόνια των Ατταλίδων γνώρισε μεγάλη ακμή. Ενώ ήταν διοικητής του φρουρίου της Περγάμου, υπό τις διαταγές του Λυσιμάχου, του βασιλιά της… … Dictionary of Greek